- κούντουρος
- -η, -ο και κουντούρης, -α, -ικο1. αυτός που έχει κοντή ή κομμένη ουρά, κολοβός2. (για πρόσ.) κοντός, μικρού αναστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόντουρος (< κοντός + ουρά), με αφομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
AEL Limassol — Infobox Football club clubname = Αθλητική Ένωσις Λεμεσού fullname = Αθλητική Ένωσις Λεμεσού Athletic Union of Lemesos nickname = Λέοντες (Lions), ΙΣΟΒΙΤΕΣ, Originals founded = 1930 hometown = Limassol, Cyprus ground = Tsirion Stadium capacity =… … Wikipedia
AEL Limassol FC — AEL Limassol Nombre completo Atlético Unión de Lemesos Fundación 1930 (81 años) Estadio Tsirion Stadium Chipre Capacidad 16.000 … Wikipedia Español
κουντουρίδι — και κουντουρούδι, το [κούντουρος] ο καρπός τής κουντουριδιάς, το χαρούπι … Dictionary of Greek
κουντούρης — α, ικο βλ. κούντουρος … Dictionary of Greek